- κρυφομίλημα
- το, -ατοςτο κρυφό μίλημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυφομίλημα — το [κρυφομιλώ] ψιθυριστή ή μυστική συζήτηση, κρυφή συνομιλία … Dictionary of Greek
κρυφοκουβέντιασμα — το [κρυφοκουβεντιάζω] κρυφή συζήτηση, κρυφομίλημα … Dictionary of Greek
κρυφολαλιά — η κρυφομίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο) * + λαλιά] … Dictionary of Greek
κρυφομιλητό — το [κρυφομιλώ] κρυφομίλημα … Dictionary of Greek